- ισχυροποιούμαι
- ισχυροποιούμαι, ισχυροποιήθηκα, ισχυροποιημένος βλ. πίν. 74
, βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξαναδυναμώνω — (Μ ξαναδυναμώνω) ανακτώ τις δυνάμεις μου, ισχυροποιούμαι … Dictionary of Greek